ρόζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ρόζος | οι | ρόζοι |
| γενική | του | ρόζου | των | ρόζων |
| αιτιατική | τον | ρόζο | τους | ρόζους |
| κλητική | ρόζε | ρόζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ρόζος σε ξύλο.
Ετυμολογία
- ρόζος < αρχαία ελληνική ὄζος (κλαδί, βλαστάρι, εξόγκωμα). Το ⟨ρ⟩ με παρετυμολογία προς τη λέξη ρίζα. [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɾo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐ζος
Ουσιαστικό
ρόζος αρσενικό
Συγγενικά
- αρόζιαστος
- ξεροζιάζω, ξεροζιάζομαι
- ροζιάζω, ροζάζω
- ροζιάρης
- ροζιάρικος, ροζάρικος
- ρόζιασμα
- ροζιασμένα (επίρρημα)
- ροζιασμένος
- ροζοδέντρι
Μεταφράσεις
ρόζος σε χέρι
|
Αναφορές
- ρόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.