ροζιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροζιάρης η ροζιάρα το ροζιάρικο
      γενική του ροζιάρη της ροζιάρας του ροζιάρικου
    αιτιατική τον ροζιάρη τη ροζιάρα το ροζιάρικο
     κλητική ροζιάρη ροζιάρα ροζιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροζιάρηδες οι ροζιάρες τα ροζιάρικα
      γενική των ροζιάρηδων των ροζιάρικων
    αιτιατική τους ροζιάρηδες τις ροζιάρες τα ροζιάρικα
     κλητική ροζιάρηδες ροζιάρες ροζιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ροζιάρης < ρόζ(ος) + -ιάρης [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈzʝa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροζιάρης

Επίθετο

ροζιάρης, -α, -ικο

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.