ροζιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροζιάρικος η ροζιάρικη το ροζιάρικο
      γενική του ροζιάρικου της ροζιάρικης του ροζιάρικου
    αιτιατική τον ροζιάρικο τη ροζιάρικη το ροζιάρικο
     κλητική ροζιάρικε ροζιάρικη ροζιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροζιάρικοι οι ροζιάρικες τα ροζιάρικα
      γενική των ροζιάρικων των ροζιάρικων των ροζιάρικων
    αιτιατική τους ροζιάρικους τις ροζιάρικες τα ροζιάρικα
     κλητική ροζιάρικοι ροζιάρικες ροζιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ροζιάρικος < ροζιάρης + -ικος < ρόζος

Επίθετο

ροζιάρικος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.