ρόδινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρόδινος | η | ρόδινη | το | ρόδινο |
| γενική | του | ρόδινου | της | ρόδινης | του | ρόδινου |
| αιτιατική | τον | ρόδινο | τη | ρόδινη | το | ρόδινο |
| κλητική | ρόδινε | ρόδινη | ρόδινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρόδινοι | οι | ρόδινες | τα | ρόδινα |
| γενική | των | ρόδινων | των | ρόδινων | των | ρόδινων |
| αιτιατική | τους | ρόδινους | τις | ρόδινες | τα | ρόδινα |
| κλητική | ρόδινοι | ρόδινες | ρόδινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρόδινος < αρχαία ελληνική ῥόδινος < ῥόδον
Επίθετο
ρόδινος, -η, -ο
- που έχει το χρώμα του ρόδου
- που είναι φτιαγμένος από ρόδο
- ρόδινο στεφάνι
- (μεταφορικά) αίσιος, ευοίωνος, αισιόδοξος
- η ζωή έχει και τις δυσκολίες της, δεν είναι όλα ρόδινα
- τόσα και τόσα γίνονται, μα αυτός τα βλέπει όλα ρόδινα κι ωραία!
Συνώνυμα
- ροδένιος
- ροδαλός
- ροζ
- τριανταφυλλής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.