ῥόδον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥόδον τὰ ῥόδ
      γενική τοῦ ῥόδου τῶν ῥόδων
      δοτική τῷ ῥόδ τοῖς ῥόδοις
ῥοδέεσσι
    αιτιατική τὸ ῥόδον τὰ ῥόδ
     κλητική ! ῥόδον ῥόδ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥόδω
γεν-δοτ τοῖν  ῥόδοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥόδον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wr̥dʰo
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: rosa

Ουσιαστικό

ῥόδον, -ου ουδέτερο

  1. (λουλούδι) ρόδο, τριαντάφυλλο
      6ος πκε αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ζεὺς καὶ ὄφις, 248.1
    Ὄφις δὲ ἕρπων ῥόδον λαβὼν ἐν τῷ στόματι ἀνέβη.
    Ανάμεσά τους, που λέτε, σύρθηκε σιγά-σιγά μέχρι εκεί ψηλά και το φίδι, κουβαλώντας ένα τριαντάφυλλο που είχε πιάσει με το στόμα του.
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο Δίας και το φίδι.
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 195.2
    σφρηγῖδα δὲ ἕκαστος ἔχει καὶ σκῆπτρον χειροποίητον· ἐπ᾽ ἑκάστῳ δὲ σκήπτρῳ ἔπεστι πεποιημένον ἢ μῆλον ἢ ῥόδον ἢ κρίνον ἢ αἰετὸς ἢ ἄλλο τι· ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον.
    Καθένας έχει τη σφραγίδα του, και κρατά μπαστούνι δουλεμένο στο χέρι. Κάθε μπαστούνι έχει στο πάνω μέρος του σκαλισμένο ένα μήλο ή τριαντάφυλλο ή κρίνο ή αετό ή κάτι άλλο· γιατί δε συνηθίζεται να κρατά κανείς μπαστούνι, που να μην έχει το διακριτικό του έμβλημα.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 1330
    [ΣΤ.] ὦ λακκόπρωκτε. [ΦΕ.] πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις.
    [ΣΤΡ.] Ξεπατωμένε. [ΦΕΙ.] Ραίνε με με ρόδα.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greeklanguage.gr
  2. ταυτόσημο με την ῥοδωνιά

  • αιολικός τύπος: βρόδον

Εκφράσεις

  • ῥόδα μ’ εἴρηκας
  • ὗς διὰ ῥόδων

Σύνθετα

  • ἀγριόρροδον
  • διάρροδος
  • κυνόροδον
  • λευκόροδον
  • μυρόροδον
  • ῥοδέλαιον
  • ῥοδεόχρους
  • ῥοδινοπορφυροῦς
  • ῥοδοβαφής
  • ῥοδοδάφνη
  • ῥοδοδάκτυλος
  • ῥοδόδενδρον
  • ῥοδόκισσος
  • Ῥοδόκλεια
  • ῥοδόκολπος
  • ῥοδόμαλον
  • ῥοδόμελι
  • ῥοδόμηλον
  • ῥοδομιγής
  • ῥοδόπαχυς
  • ῥοδόπεπλος
  • ῥοδόπηχυς
  • ῥοδοπιτυΐνη
  • ῥοδόπνοος
  • ῥοδόπυγος
  • ῥοδοπώλης
  • ῥοδοσάκχαρ
  • ῥοδόσφυρος
  • ῥοδόστακτον
  • ῥοδόσταγμα
  • ῥοδοστεφής
  • ῥοδόστερνος
  • ῥοδοφεριστής
  • ῥοδοφόρια
  • ῥοδοφόρος
  • ῥοδόφυλλον
  • ῥοδόχειρ
  • ῥοδόχροος
  • ῥοδόχρως
  • ῥοδῶπις
  • Ῥοδῶπις
  • ῥοδωπός
  • ὑλόροδον

Συγγενικά

  • ῥόδαξ
  • ῥοδάριον
  • ῥοδέα
  • ῥοδέη
  • Ῥόδεια
  • ῥοδεία
  • ῥόδειος
  • ῥόδεος
  • ῥοδεών
  • ῥοδῆ
  • Ῥόδη
  • Ῥοδία
  • ῥοδία
  • ῥοδιή
  • ῥοδιάς
  • ῥοδίζω
  • ῥόδινος
  • ῥόδιος
  • ῥοδίς
  • ῥοδίσια
  • ῥοδισμός
  • ῥοδίτης
  • ῥοδῖτις
  • ῥοδοειδής
  • ῥοδόεις
  • ῥοδουντία
  • ῥοδών
  • Ῥόδων
  • ῥοδωνιά
  • ῥοδωνία
  • Ῥόδος (και τα παράγωγά του)
  • ῥοδωτός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.