ουνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ουνίτης | οι | ουνίτες |
| γενική | του | ουνίτη | των | ουνιτών |
| αιτιατική | τον | ουνίτη | τους | ουνίτες |
| κλητική | ουνίτη | ουνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουνίτης < ουν(ία) + -ίτης [1] ή (λόγιο δάνειο) νεολατινική Uniti (ενωμένοι, Ενωτικοί) < Unia [2]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ουνίτης
|
|
Αναφορές
- ουνίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.