ρυτίδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυτίδωση οι ρυτιδώσεις
      γενική της ρυτίδωσης* των ρυτιδώσεων
    αιτιατική τη ρυτίδωση τις ρυτιδώσεις
     κλητική ρυτίδωση ρυτιδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ρυτιδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυτίδωση < ελληνιστική κοινή ῥυτίδωσις < αρχαία ελληνική ῥυτιδόω < ῥυτίς

Ουσιαστικό

ρυτίδωση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το σχημάτισμα ρυτίδων
  2. (μεταφορικά) το μικρό κυμάτισμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.