αρυτίδιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρυτίδιαστος η αρυτίδιαστη το αρυτίδιαστο
      γενική του αρυτίδιαστου της αρυτίδιαστης του αρυτίδιαστου
    αιτιατική τον αρυτίδιαστο την αρυτίδιαστη το αρυτίδιαστο
     κλητική αρυτίδιαστε αρυτίδιαστη αρυτίδιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρυτίδιαστοι οι αρυτίδιαστες τα αρυτίδιαστα
      γενική των αρυτίδιαστων των αρυτίδιαστων των αρυτίδιαστων
    αιτιατική τους αρυτίδιαστους τις αρυτίδιαστες τα αρυτίδιαστα
     κλητική αρυτίδιαστοι αρυτίδιαστες αρυτίδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρυτίδιαστος < α- στερητικό και ρυτιδιάζω

Επίθετο

αρυτίδιαστος, -η, -ο

  1. χωρίς ρυτίδες, νεανικός
  2. γαλήνιος (για τη θάλασσα)
  3. χωρίς φθορά

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.