γήρανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γήρανση οι γηράνσεις
      γενική της γήρανσης* των γηράνσεων
    αιτιατική τη γήρανση τις γηράνσεις
     κλητική γήρανση γηράνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γηράνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γήρανση < (καθαρεύουσα) γήρανσις < αρχαία ελληνική γήρανσις < γῆρας

Ουσιαστικό

γήρανση θηλυκό

  1. το γέρασμα, η αύξηση της ηλικίας σε συνδυασμό τις αλλοιώσεις που προκύπτουν στον οργανισμό
    η γήρανση των κυττάρων
  2. η ποσοστιαία αύξηση των ανθρώπων προχωρημένης ηλικίας σε βάρος των νεοτέρων
    η φυσική γήρανση ενός χώρου οδηγεί σε κοινωνική τελμάτωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.