ρουμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρουμανικός | η | ρουμανική | το | ρουμανικό |
| γενική | του | ρουμανικού | της | ρουμανικής | του | ρουμανικού |
| αιτιατική | τον | ρουμανικό | τη | ρουμανική | το | ρουμανικό |
| κλητική | ρουμανικέ | ρουμανική | ρουμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρουμανικοί | οι | ρουμανικές | τα | ρουμανικά |
| γενική | των | ρουμανικών | των | ρουμανικών | των | ρουμανικών |
| αιτιατική | τους | ρουμανικούς | τις | ρουμανικές | τα | ρουμανικά |
| κλητική | ρουμανικοί | ρουμανικές | ρουμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρουμανικός < Ρουμαν(ία) + -ικός
Επίθετο
ρουμανικός -ή, -ό - ή ρουμάνικος
- ο σχετικός με τη Ρουμανία, που ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτήν
- ※ η Γερουσία της Ρουμανίας ενέκρινε εναν νόμο ο οποίος απλοποιεί τις νομικές διαδικασίες για την απόκτηση ρουμανικής υπηκοότητας
- «Ο βλαχόφωνος Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου»@kanaliena, πρόσβαση:2022.01.18
- ※ η Γερουσία της Ρουμανίας ενέκρινε εναν νόμο ο οποίος απλοποιεί τις νομικές διαδικασίες για την απόκτηση ρουμανικής υπηκοότητας
Συγγενικά
Σύνθετα
- ιστρορουμανικός
- μακεδορουμανικός / μακεδονορουμανικός
- πρωτορουμανικός
- ρουμανοκεντρικός
- φιλορουμανικός
- αρμανικός / ρεμενικός
- αρωμουνικός / αρωμανικός
- μογλενορωμανικός
- μολδαβικός
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.