ρουμάνικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρουμάνικος | η | ρουμάνικη | το | ρουμάνικο |
| γενική | του | ρουμάνικου | της | ρουμάνικης | του | ρουμάνικου |
| αιτιατική | τον | ρουμάνικο | τη | ρουμάνικη | το | ρουμάνικο |
| κλητική | ρουμάνικε | ρουμάνικη | ρουμάνικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρουμάνικοι | οι | ρουμάνικες | τα | ρουμάνικα |
| γενική | των | ρουμάνικων | των | ρουμάνικων | των | ρουμάνικων |
| αιτιατική | τους | ρουμάνικους | τις | ρουμάνικες | τα | ρουμάνικα |
| κλητική | ρουμάνικοι | ρουμάνικες | ρουμάνικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρουμάνικος < Ρουμάν(ος) + -ικος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈma.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐μά‐νι‐κος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ρουμάνικος
|
→ δείτε τη λέξη ρουμανικός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.