μολδαβικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μολδαβικός | η | μολδαβική | το | μολδαβικό |
| γενική | του | μολδαβικού | της | μολδαβικής | του | μολδαβικού |
| αιτιατική | τον | μολδαβικό | τη | μολδαβική | το | μολδαβικό |
| κλητική | μολδαβικέ | μολδαβική | μολδαβικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μολδαβικοί | οι | μολδαβικές | τα | μολδαβικά |
| γενική | των | μολδαβικών | των | μολδαβικών | των | μολδαβικών |
| αιτιατική | τους | μολδαβικούς | τις | μολδαβικές | τα | μολδαβικά |
| κλητική | μολδαβικοί | μολδαβικές | μολδαβικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.