αρμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αρμανικός | η | αρμανική | το | αρμανικό |
| γενική | του | αρμανικού | της | αρμανικής | του | αρμανικού |
| αιτιατική | τον | αρμανικό | την | αρμανική | το | αρμανικό |
| κλητική | αρμανικέ | αρμανική | αρμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αρμανικοί | οι | αρμανικές | τα | αρμανικά |
| γενική | των | αρμανικών | των | αρμανικών | των | αρμανικών |
| αιτιατική | τους | αρμανικούς | τις | αρμανικές | τα | αρμανικά |
| κλητική | αρμανικοί | αρμανικές | αρμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αρμανικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους Αρμάνους, ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αρμανικά
- ρεμενικός (αρβανιτοβλαχικός)
- ρουμανικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.