μακεδορουμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μακεδορουμανικός | η | μακεδορουμανική | το | μακεδορουμανικό |
| γενική | του | μακεδορουμανικού | της | μακεδορουμανικής | του | μακεδορουμανικού |
| αιτιατική | τον | μακεδορουμανικό | τη | μακεδορουμανική | το | μακεδορουμανικό |
| κλητική | μακεδορουμανικέ | μακεδορουμανική | μακεδορουμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μακεδορουμανικοί | οι | μακεδορουμανικές | τα | μακεδορουμανικά |
| γενική | των | μακεδορουμανικών | των | μακεδορουμανικών | των | μακεδορουμανικών |
| αιτιατική | τους | μακεδορουμανικούς | τις | μακεδορουμανικές | τα | μακεδορουμανικά |
| κλητική | μακεδορουμανικοί | μακεδορουμανικές | μακεδορουμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μακεδορουμανικός < Μακεδορουμάν(ος) + -ικός
Επίθετο
μακεδορουμανικός -ή, -ό
- ο σχετικός με τους Μακεδορουμάνους, που ανήκει, αναφέρεται σε ή προέρχεται απο αυτούς
- ※ το ζήτημα της αυτονομίας των βλαχικών χωριών της Πίνδου τέθηκε από την Ιταλία σε συνεργασία με τις μακεδορουμανικές οργανώσεις στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920)
- «Μια επιστολή από τη Βέροια του 1920. Σκιαγράφηση της οικονομικής κατάστασης των ρουμανικών σχολείων της Μακεδονίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο»@Vlahoi.net, πρόσβαση:2022.04.14
- ※ το ζήτημα της αυτονομίας των βλαχικών χωριών της Πίνδου τέθηκε από την Ιταλία σε συνεργασία με τις μακεδορουμανικές οργανώσεις στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920)
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.