ρομάντζο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρομάντζο | τα | ρομάντζα |
| γενική | του | ρομάντζου | των | ρομάντζων |
| αιτιατική | το | ρομάντζο | τα | ρομάντζα |
| κλητική | ρομάντζο | ρομάντζα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾoˈmam.d͡zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρο‐μάν‐τζo
Ουσιαστικό
ρομάντζο ουδέτερο
- (λογοτεχνία) μυθιστορία, αφήγηση μιας ιπποτικής ερωτικής ιστορίας
- ↪ Η γραφή του θυμίζει φτηνό ρομάντζο.
- (κατ’ επέκταση) η ιστορία ενός έρωτα
- (κατ’ επέκταση) η ερωτική σχέση
παρωχημένες γραφές:
- ρομάτζο
- ρωμάντζο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ρομάντζο
|
|
Αναφορές
- ρομάντζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.