ρομάντζο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρομάντζο τα ρομάντζα
      γενική του ρομάντζου των ρομάντζων
    αιτιατική το ρομάντζο τα ρομάντζα
     κλητική ρομάντζο ρομάντζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρομάντζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanzo < γαλλική roman < παλαιά γαλλική ɾomanz < λατινική romanice (loqui: μιλώ με τον τρόπο των Ρωμαίων) < romanicus < romanus < Roma [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾoˈmam.d͡zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρομάντζo

Ουσιαστικό

ρομάντζο ουδέτερο

  1. (λογοτεχνία) μυθιστορία, αφήγηση μιας ιπποτικής ερωτικής ιστορίας
    Η γραφή του θυμίζει φτηνό ρομάντζο.
  2. (κατ’ επέκταση) η ιστορία ενός έρωτα
  3. (κατ’ επέκταση) η ερωτική σχέση

παρωχημένες γραφές:

  • ρομάτζο
  • ρωμάντζο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.