Roma
Ισπανικά (es)
Ιταλικά (it)
Προφορά
- ⓘ
Λατινικά (la)
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | Roma | |
| γενική | Romae | |
| δοτική | Romae | |
| αιτιατική | Romam | |
| κλητική | Roma | |
| αφαιρετική | Romā | |
Πορτογαλικά (pt)
Φινλανδικά (fi)
Ετυμολογία
- Roma < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 , φύλλο Miehet kaikki
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Roma < → λείπει η ετυμολογία
Δανικά (da)
Ετυμολογία
- Roma < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
- Roma < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.