roman
Βοσνιακά (bs)
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| roman | romans |
roman (fr) αρσενικό
- μυθιστόρημα
- δημώδης γενικός όρος των ρομανικών γλωσσών
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | roman | romans |
| θηλυκό | romane | romanes |
roman (fr)
- σχετικός με τις ρομανικές γλώσσες
- σχετικός με τους λαούς που κατακτήθηκαν από τη Ρώμη
- σχετικός με την τέχνη, ειδικότερα με την αρχιτεκτονική, του 11ου και 12ου αιώνα, στη δυτική Ευρώπη, που υπήρχε πριν την γοτθική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.