ρομάντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρομάντζα | οι | ρομάντζες |
| γενική | της | ρομάντζας | — | |
| αιτιατική | τη | ρομάντζα | τις | ρομάντζες |
| κλητική | ρομάντζα | ρομάντζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρομάντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanza + -α (με επίδραση του επιθέτου ρομαντικός)
Ουσιαστικό
ρομάντζα θηλυκό
Συνώνυμα
- ρομαντζάδα
- ρομαντζάρω
- → δείτε τις λέξεις ρομάντζο, ρομαντικός και Ρώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.