ρομάντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρομάντζα οι ρομάντζες
      γενική της ρομάντζας
    αιτιατική τη ρομάντζα τις ρομάντζες
     κλητική ρομάντζα ρομάντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρομάντζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική romanza + (με επίδραση του επιθέτου ρομαντικός)

Ουσιαστικό

ρομάντζα θηλυκό

  1. σύνθεση ποιητική ή μουσική που διεγείρει τα συναισθήματα και χαρακτηρίζεται από λυρικότητα
  2. ρεμβασμός, ονειροπόληση
  3. ευχάριστη ρομαντική βόλτα
  4. τόπος ή χρόνος ιδανικός για ευχάριστη ρομαντική βόλτα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.