ρομαντζάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρομαντζάδα οι ρομαντζάδες
      γενική της ρομαντζάδας των ρομαντζάδων
    αιτιατική τη ρομαντζάδα τις ρομαντζάδες
     κλητική ρομαντζάδα ρομαντζάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρομαντζάδα < ρομάντζα + -άδα

Ουσιαστικό

ρομαντζάδα θηλυκό

  1. ρεμβασμός, ονειροπόληση
  2. ευχάριστη ρομαντική βόλτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.