ρεβέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεβέρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική revers < λατινική reversus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος revertor < verto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wert-

Ουσιαστικό

ρεβέρ ουδέτερο άκλιτο

  1. το εξωτερικό δίπλωμα, το γύρισμα που κάνει το ύφασμα στο κάτω μέρος από το μπατζάκι ενός παντελονιού ή στην άκρη ενός μανικιού
     συνώνυμα: αναγύρισμα
  2. (στο τένις ή το πινγκ πονγκ) η απόκρουση μιας μπαλιάς με το δεξί χέρι, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα αριστερά του αθλητή, ή με το αριστερό, ενώ η μπάλα βρίσκεται στα δεξιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.