μπατζάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπατζάκι τα μπατζάκια
      γενική του μπατζακιού των μπατζακιών
    αιτιατική το μπατζάκι τα μπατζάκια
     κλητική μπατζάκι μπατζάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπατζάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική bacak < περσική پاچه (pāça "πόδι") (Αρχαία Περσική "pāçak")

Ουσιαστικό

μπατζάκι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • φωτιά στα μπατζάκια μας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.