γυναικολάτρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυναικολάτρης οι γυναικολάτρες
      γενική του γυναικολάτρη των γυναικολατρών
    αιτιατική τον γυναικολάτρη τους γυναικολάτρες
     κλητική γυναικολάτρη γυναικολάτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυναικολάτρης < γυναικο- + λάτρης

Ουσιαστικό

γυναικολάτρης αρσενικό

  • που λατρεύει τις γυναίκες
      Ἑρωτοπλάνταχτος καί γυναικολάτρης αὐτοχαρακτηρίζεται , λοιπόν , ὁ ποιητής (Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα: Κάλβος, Σολωμός, Παλαμάς, Εκδόσεις Καστανιώτη, Ὁ ἑρωτοπλάνταχτος καί γυναικολάτρης Παλαμᾶς, 1995, σελ. 351)
      ο Μελάς στον πρόλογο της κριτικής του για το «Δεκαήμερο» χαρακτηρίζει το Βοκάκιο ως «ρεαλιστή», «γυναικολάτρη και κοσμικό ερωτολόγο» ή αλλού «σαρκολάτρη και πιο ανθρώπινο» σε αντιδιαστολή με τους «ασκητές» Δάντη («θεολάτρη» ή «θεόπνευστο») και Πετράρχη («ιδεολάτρη» ή «ιδανιστή») (Βοκάκιος «Δεκαήμερο» :Το ξεδίπλωμα της ανθρώπινης υποκρισίας, gnomionline.gr, 5/11/2019 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.