ρεαλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρεαλίστρια | οι | ρεαλίστριες |
| γενική | της | ρεαλίστριας | των | ρεαλιστριών |
| αιτιατική | τη | ρεαλίστρια | τις | ρεαλίστριες |
| κλητική | ρεαλίστρια | ρεαλίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρεαλίστρια < ρεαλιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια [1] ή ρεαλ(ιστής) + -ίστρια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.aˈli.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρε‐α‐λί‐στρι‐α
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ρεαλιστής
Αναφορές
- ρεαλιστής, ρεαλίστρια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.