ραιβός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραιβός η ραιβή το ραιβό
      γενική του ραιβού της ραιβής του ραιβού
    αιτιατική τον ραιβό τη ραιβή το ραιβό
     κλητική ραιβέ ραιβή ραιβό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραιβοί οι ραιβές τα ραιβά
      γενική των ραιβών των ραιβών των ραιβών
    αιτιατική τους ραιβούς τις ραιβές τα ραιβά
     κλητική ραιβοί ραιβές ραιβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραιβός < αρχαία ελληνική ῥαιβός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾeˈvos/

Επίθετο

ραιβός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.