στραβοκάνης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στραβοκάνης οι στραβοκάνηδες
      γενική του στραβοκάνη των στραβοκάνηδων
    αιτιατική τον στραβοκάνη τους στραβοκάνηδες
     κλητική στραβοκάνη στραβοκάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβοκάνης < στραβός + κανί + -ης

Επίθετο

στραβοκάνης

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.