ῥαιβός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ῥαιβός -ή -όν
- ὅσα μὲν οὖν ἡμάρτηται μόρια κατὰ τὸ σχῆμα͵ καθάπερ ὅσα βλαισὰ͵ καὶ ῥαιβὰ͵ καὶ λοξὰ͵ ταῦτα νεογενῆ μὲν ἔτι καὶ ἁπαλὰ διαπλάσει τε καὶ ἐπιδέσει εἰς τὸ κατὰ φύσιν ἐπανέρχεται (Γαληνός)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.