ῥαβδόμαντις

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥαβδόμαντις οἱ ῥαβδομάντεις
      γενική τοῦ ῥαβδομάντεως τῶν ῥαβδομάντεων
      δοτική τῷ ῥαβδομάντει τοῖς ῥαβδομάντεσι(ν)
    αιτιατική τὸν ῥαβδόμαντιν τοὺς ῥαβδομάντεις
     κλητική ! ῥαβδόμαντι ῥαβδομάντεις
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ῥαβδόμαντις (καθαρεύουσα) < αρχαία ελληνική ῥάβδ(ος) + -ό- + μάντις

Ουσιαστικό

ῥαβδόμαντις αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.