αυτοκράτορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυτοκράτορας | οι | αυτοκράτορες |
| γενική | του | αυτοκράτορα | των | αυτοκρατόρων |
| αιτιατική | τον | αυτοκράτορα | τους | αυτοκράτορες |
| κλητική | αυτοκράτορα | αυτοκράτορες | ||
| Δείτε επίσης, «αυτοκράτωρ» και το αρχαίο «αὐτοκράτωρ» | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκράτορας < αρχαία ελληνική αὐτοκράτωρ
Ουσιαστικό
αυτοκράτορας αρσενικό(θηλυκό αυτοκράτειρα και αυτοκρατόρισσα)
- τίτλος μοναρχών, όπως στην αρχαία Ρώμη, το Βυζάντιο, την Κίνα, κ.α. ο ηγέτης μιας αυτοκρατορίας
Συγγενικά
- αυτοκρατορία
- αυτοκρατορικά, αυτοκρατορικώς
- αυτοκρατορικός
Μεταφράσεις
αυτοκράτορας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.