ρέων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρέων
& ρέοντας
η ρέουσα το ρέον
      γενική του ρέοντος
& ρέοντα
της ρέουσας
& ρεούσης*
του ρέοντος
    αιτιατική τον ρέοντα τη ρέουσα το ρέον
     κλητική ρέων
& ρέοντα
ρέουσα ρέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρέοντες οι ρέουσες τα ρέοντα
      γενική των ρεόντων των ρεουσών των ρεόντων
    αιτιατική τους ρέοντες τις ρέουσες τα ρέοντα
     κλητική ρέοντες ρέουσες ρέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥέων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ῥέω

Μετοχή

ρέων, ρέουσα, ρέον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.