πωλάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πωλάριον | τὰ | πωλάριᾰ |
| γενική | τοῦ | πωλαρίου | τῶν | πωλαρίων |
| δοτική | τῷ | πωλαρίῳ | τοῖς | πωλαρίοις |
| αιτιατική | τὸ | πωλάριον | τὰ | πωλάριᾰ |
| κλητική ὦ! | πωλάριον | πωλάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωλαρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πωλαρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πωλάριον < πῶλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Πηγές
- πωλάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.