πωλάριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πωλάριον τὰ πωλάρι
      γενική τοῦ πωλαρίου τῶν πωλαρίων
      δοτική τῷ πωλαρί τοῖς πωλαρίοις
    αιτιατική τὸ πωλάριον τὰ πωλάρι
     κλητική ! πωλάριον πωλάρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πωλαρίω
γεν-δοτ τοῖν  πωλαρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πωλάριον < πῶλ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άριον

Ουσιαστικό

πωλάριον ουδέτερο

Απόγονοι

πωλάριον (αρχαία ελληνικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: πωλάριν > πουλάριν
νέα ελληνικά: πουλάρι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.