πουλάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πουλάρι | τα | πουλάρια |
| γενική | του | πουλαριού | των | πουλαριών |
| αιτιατική | το | πουλάρι | τα | πουλάρια |
| κλητική | πουλάρι | πουλάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
ένα άσπρο πουλάρι
Ετυμολογία
- πουλάρι < μεσαιωνική ελληνική πουλάριν < αρχαία ελληνική πωλάριον, υποκοριστικό του πῶλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /puˈla.ɾi/
Ουσιαστικό
πουλάρι ουδέτερο (θηλυκό: πουλάρα)
- (θηλαστικό ζώο) το μικρό του αλόγου, του γαϊδουριού ή του μουλαριού
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.