πόστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πόστα | οι | πόστες |
| γενική | της | πόστας | των | (ποστών) |
| αιτιατική | την | πόστα | τις | πόστες |
| κλητική | πόστα | πόστες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πόστα θηλυκό
- (γενικότερα) ταχυδρομείο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) νομέας πλοίου
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο φορτωτήρας πλοίου που χρησιμοποιείται σε φορτοεκφόρτωση
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η βάρδια - ομάδα λιμενεργατών που απασχολείται στη φορτοεκφόρτωση, ανά φορτωτήρα, ή κύτος (αμπάρι), επί του πλοίου ή από προβλήτα.
- ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης τρένου, ανά συρμό ή βαγόνι
- τρένο διανομής ταχυδρομείου, αργό, που σταματά σε όλους τους σταθμούς
- το ποσό σε χρήματα ή μάρκες που καταθέτει ο χαρτοπαίκτης ανά παρτίδα παιχνιδιού
- επίπληξη
Εκφράσεις
- βάζω πόστα: καθορίζω την ομάδα εργατών φορτοεκφόρτωσης, καθορίζω τον φορτωτήρα εκφόρτωσης, επιπλήττω κάποιον.
Μεταφράσεις
πόστα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.