πόσιμων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πόσιμων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πόσιμος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πόσιμος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πόσιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.