πότιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πότιμος τὸ πότιμον
      γενική τοῦ/τῆς ποτίμου τοῦ ποτίμου
      δοτική τῷ/τῇ ποτίμ τῷ ποτίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν πότιμον τὸ πότιμον
     κλητική ! πότιμε πότιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πότιμοι τὰ πότιμ
      γενική τῶν ποτίμων τῶν ποτίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ποτίμοις τοῖς ποτίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ποτίμους τὰ πότιμ
     κλητική ! πότιμοι πότιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ποτίμω τὼ ποτίμω
      γεν-δοτ τοῖν ποτίμοιν τοῖν ποτίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πότιμος <  δείτε τις λέξεις πότος και πίνω λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πότιμος, -η, -ον

  1. (για νερό) πόσιμο, φρέσκο
  2. μεταφορικά πράος, γλυκός

Συγγενικά

  • (καθαρεύουσα)
      το χωρίον [...] στερεῖται καθαροῦ ποτίμου ὕδατος (ΦΕΚ 34, 22 Σεπτεμβρίου 1843)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.