πωγωνοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πωγωνοφόρος | η | πωγωνοφόρα | το | πωγωνοφόρο |
| γενική | του | πωγωνοφόρου | της | πωγωνοφόρας | του | πωγωνοφόρου |
| αιτιατική | τον | πωγωνοφόρο | την | πωγωνοφόρα | το | πωγωνοφόρο |
| κλητική | πωγωνοφόρε | πωγωνοφόρα | πωγωνοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πωγωνοφόροι | οι | πωγωνοφόρες | τα | πωγωνοφόρα |
| γενική | των | πωγωνοφόρων | των | πωγωνοφόρων | των | πωγωνοφόρων |
| αιτιατική | τους | πωγωνοφόρους | τις | πωγωνοφόρες | τα | πωγωνοφόρα |
| κλητική | πωγωνοφόροι | πωγωνοφόρες | πωγωνοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πωγωνοφόρος < (ελληνιστική κοινή) πωγωνοφόρος < πώγων + -ο- + -φόρος
Επίθετο
πωγωνοφόρος, -α, -ο
- (λόγιο) γενειοφόρος, που φέρει πώγωνα
- (ζωολογία) (ουσιαστικοποιημένο) πωγωνοφόρα: είδος θαλάσσιων ασπόνδυλων οργανισμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πωγωνοφόρος | τὸ | πωγωνοφόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πωγωνοφόρου | τοῦ | πωγωνοφόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πωγωνοφόρῳ | τῷ | πωγωνοφόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πωγωνοφόρον | τὸ | πωγωνοφόρον | ||
| κλητική ὦ! | πωγωνοφόρε | πωγωνοφόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πωγωνοφόροι | τὰ | πωγωνοφόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | πωγωνοφόρων | τῶν | πωγωνοφόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πωγωνοφόροις | τοῖς | πωγωνοφόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πωγωνοφόρους | τὰ | πωγωνοφόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πωγωνοφόροι | πωγωνοφόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πωγωνοφόρω | τὼ | πωγωνοφόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πωγωνοφόροιν | τοῖν | πωγωνοφόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- πωγωνοφόρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πωγωνοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.