πώγων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πώγων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πώγων

Ουσιαστικό

πώγων αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο πώγων)

  • (παρωχημένο, αρχαιοπρεπές) ο πώγωνας, το γένι (χρήση σε λόγιους όρους και σύνθετα)

Συγγενικά

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πώγων < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πώγων

Ουσιαστικό

πώγων αρσενικό

Συγγενικά

  • ἀπώγων
  • ἀραιοπώγων
  • δασυπώγων
  • κακοπώγων
  • λειοπώγων
  • λειοπώγωνος
  • μεγαλοευπώγων
  • μεγαλοπώγων
  • μελισσοπώγωνος
  • μισοπώγων
  • ξανθοπώγων
  • ὀλιγοπώγων
  • πολιοπώγων
  • προπώγων

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πώγων οἱ πώγωνες
      γενική τοῦ πώγωνος τῶν πωγώνων
      δοτική τῷ πώγων τοῖς πώγωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πώγων τοὺς πώγωνᾰς
     κλητική ! πώγων πώγωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πώγωνε
γεν-δοτ τοῖν  πωγώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πώγων, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλολο < άγνωστης ετυμολογίας χωρίς να τεκμηριώνονται συνδέσεις όπως με το πήγνυμι[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: αγγλικά: pogono-

Ουσιαστικό

πώγων αρσενικό

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
πωγων- 
  • ἀποτραγοπώγων
  • ἀπώγων
  • βαθυπώγων
  • δασυπώγων
  • διοσπώγων
  • εὐπώγων
  • γλωσσοπωγώνιον
  • κακοπώγων
  • καταπώγων
  • λιποπωγωνία
  • μακροπώγων
  • ματαιοπώγων
  • μισοπώγων
  • ὀξυπώγων
  • προπωγώνιον
  • πωγωνιαῖος
  • πωγωνίας
  • πωγωνιάτης
  • πωγωνικός
  • πωγώνιον
  • πωγωνίτης
  • πωγωνοφόρος
  • πωγωνοκουρία
  • πωγωνοτροφέω
  • πωγωνοτροφία
  • σφηνοπώγων
  • σπανοπώγων
  • τετραπώγων
  • τιλλοπώγων
  • τραγοπώγων
  • χαλκοπώγων

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.