γενειοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γενειοφόρος | οι | γενειοφόροι |
| γενική | του | γενειοφόρου | των | γενειοφόρων |
| αιτιατική | τον | γενειοφόρο | τους | γενειοφόρους |
| κλητική | γενειοφόρε | γενειοφόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.