γενειοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γενειοφόρος οι γενειοφόροι
      γενική του γενειοφόρου των γενειοφόρων
    αιτιατική τον γενειοφόρο τους γενειοφόρους
     κλητική γενειοφόρε γενειοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενειοφόρος < γένει(ον) + -ο- + -φόρος

Ουσιαστικό

γενειοφόρος αρσενικό

  1. που έχει γένι
  2. (και ως επίθετο)
    γενειοφόρος άνδρας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.