πυρομετρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυρομετρικός η πυρομετρική το πυρομετρικό
      γενική του πυρομετρικού της πυρομετρικής του πυρομετρικού
    αιτιατική τον πυρομετρικό την πυρομετρική το πυρομετρικό
     κλητική πυρομετρικέ πυρομετρική πυρομετρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυρομετρικοί οι πυρομετρικές τα πυρομετρικά
      γενική των πυρομετρικών των πυρομετρικών των πυρομετρικών
    αιτιατική τους πυρομετρικούς τις πυρομετρικές τα πυρομετρικά
     κλητική πυρομετρικοί πυρομετρικές πυρομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυρομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pyrométrique < pyrométrie < αρχαία ελληνική πῦρ + μέτρον

Επίθετο

πυρομετρικός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.