λέιζερ

Νέα ελληνικά (el)

ακτίνες λέιζερ

Ετυμολογία

λέιζερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική laser < Light Amplification by Stimulated Emission of Radiation (όρος που δημιουργήθηκε το 1957 από τον αμερικανό φυσικό Gordon Gould)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlei̯.zeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λέιζερ

Ουσιαστικό

λέιζερ ουδέτερο άκλιτο

  1. συσκευή που παράγει ακτινοβολία σε δέσμες φωτός μεγάλης ισχύος
  2. (συνεκδοχικά) η ίδια η ακτινοβολία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.