πυροτεχνουργία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυροτεχνουργία | οι | πυροτεχνουργίες |
| γενική | της | πυροτεχνουργίας | των | πυροτεχνουργιών |
| αιτιατική | την | πυροτεχνουργία | τις | πυροτεχνουργίες |
| κλητική | πυροτεχνουργία | πυροτεχνουργίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυροτεχνουργία < πυροτεχνουργός + -ία[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pyrotechnie[2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pyrotechny[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ro.te.xnurˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐τε‐χνουρ‐γί‐α
Ουσιαστικό
πυροτεχνουργία θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος, επάγγελμα) η τεχνική ή η τέχνη ενός πυροτεχνουργού
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυροτεχνουργός, πυρ και τέχνη
Μεταφράσεις
πυροτεχνουργία
- πυροτεχνουργία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροτεχνουργία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.