πυροτεχνίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυροτεχνίτης | οι | πυροτεχνίτες |
| γενική | του | πυροτεχνίτη | των | πυροτεχνιτών |
| αιτιατική | τον | πυροτεχνίτη | τους | πυροτεχνίτες |
| κλητική | πυροτεχνίτη | πυροτεχνίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πυροτεχνίτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.