πυροκοκκινισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροκοκκινισμένος η πυροκοκκινισμένη το πυροκοκκινισμένο
      γενική του πυροκοκκινισμένου της πυροκοκκινισμένης του πυροκοκκινισμένου
    αιτιατική τον πυροκοκκινισμένο την πυροκοκκινισμένη το πυροκοκκινισμένο
     κλητική πυροκοκκινισμένε πυροκοκκινισμένη πυροκοκκινισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροκοκκινισμένοι οι πυροκοκκινισμένες τα πυροκοκκινισμένα
      γενική των πυροκοκκινισμένων των πυροκοκκινισμένων των πυροκοκκινισμένων
    αιτιατική τους πυροκοκκινισμένους τις πυροκοκκινισμένες τα πυροκοκκινισμένα
     κλητική πυροκοκκινισμένοι πυροκοκκινισμένες πυροκοκκινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

πυροκοκκινισμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.