πυροκοκκινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πυροκοκκινίζω
Συγγενικά
- πυροκοκκινισμένος
- → δείτε τις λέξεις πυρ, κοκκινίζω, κόκκινος και κόκκος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυροκοκκινίζω | πυροκοκκίνιζα | θα πυροκοκκινίζω | να πυροκοκκινίζω | πυροκοκκινίζοντας | |
| β' ενικ. | πυροκοκκινίζεις | πυροκοκκίνιζες | θα πυροκοκκινίζεις | να πυροκοκκινίζεις | πυροκοκκίνιζε | |
| γ' ενικ. | πυροκοκκινίζει | πυροκοκκίνιζε | θα πυροκοκκινίζει | να πυροκοκκινίζει | ||
| α' πληθ. | πυροκοκκινίζουμε | πυροκοκκινίζαμε | θα πυροκοκκινίζουμε | να πυροκοκκινίζουμε | ||
| β' πληθ. | πυροκοκκινίζετε | πυροκοκκινίζατε | θα πυροκοκκινίζετε | να πυροκοκκινίζετε | πυροκοκκινίζετε | |
| γ' πληθ. | πυροκοκκινίζουν(ε) | πυροκοκκίνιζαν πυροκοκκινίζαν(ε) |
θα πυροκοκκινίζουν(ε) | να πυροκοκκινίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυροκοκκίνισα | θα πυροκοκκινίσω | να πυροκοκκινίσω | πυροκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | πυροκοκκίνισες | θα πυροκοκκινίσεις | να πυροκοκκινίσεις | πυροκοκκίνισε | ||
| γ' ενικ. | πυροκοκκίνισε | θα πυροκοκκινίσει | να πυροκοκκινίσει | |||
| α' πληθ. | πυροκοκκινίσαμε | θα πυροκοκκινίσουμε | να πυροκοκκινίσουμε | |||
| β' πληθ. | πυροκοκκινίσατε | θα πυροκοκκινίσετε | να πυροκοκκινίσετε | πυροκοκκινίστε | ||
| γ' πληθ. | πυροκοκκίνισαν πυροκοκκινίσαν(ε) |
θα πυροκοκκινίσουν(ε) | να πυροκοκκινίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυροκοκκινίσει | είχα πυροκοκκινίσει | θα έχω πυροκοκκινίσει | να έχω πυροκοκκινίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυροκοκκινίσει | είχες πυροκοκκινίσει | θα έχεις πυροκοκκινίσει | να έχεις πυροκοκκινίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυροκοκκινίσει | είχε πυροκοκκινίσει | θα έχει πυροκοκκινίσει | να έχει πυροκοκκινίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυροκοκκινίσει | είχαμε πυροκοκκινίσει | θα έχουμε πυροκοκκινίσει | να έχουμε πυροκοκκινίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυροκοκκινίσει | είχατε πυροκοκκινίσει | θα έχετε πυροκοκκινίσει | να έχετε πυροκοκκινίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυροκοκκινίσει | είχαν πυροκοκκινίσει | θα έχουν πυροκοκκινίσει | να έχουν πυροκοκκινίσει |
| |
Μεταφράσεις
πυροκοκκινίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.