πυροβολισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πυροβολισμός | οι | πυροβολισμοί |
| γενική | του | πυροβολισμού | των | πυροβολισμών |
| αιτιατική | τον | πυροβολισμό | τους | πυροβολισμούς |
| κλητική | πυροβολισμέ | πυροβολισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυροβολισμός < πυροβόλο + -ισμός[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coup de feu[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ro.vo.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐βο‐λι‐σμός
Ουσιαστικό
πυροβολισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πυροβολώ
- (συνεκδοχικά) ο σχετικός / αντίστοιχος θόρυβος / ήχος
Μεταφράσεις
πυροβολισμός
- πυροβολισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροβολισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.