πυροβολώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πυροβολώ < πυροβόλο +

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾo.voˈo/

Ρήμα

πυροβολώ (παθητική φωνή: πυροβολούμαι)

  1. ρίχνω πυροβολισμό
  2. ρυθμίζω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου εναντίον κάποιου
    τον πυροβόλησαν στα πόδια
  3. (μεταφορικά) κατηγορώ έντονα κάποιον

Εκφράσεις

  • μην πυροβολείτε τον πιανίστα! : μην κατηγορείτε κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.