πυροβολώ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾo.voˈo/
Ρήμα
πυροβολώ (παθητική φωνή: πυροβολούμαι)
- ρίχνω πυροβολισμό
- ρυθμίζω τη βολή ενός πυροβόλου όπλου εναντίον κάποιου
- τον πυροβόλησαν στα πόδια
- (μεταφορικά) κατηγορώ έντονα κάποιον
Εκφράσεις
- μην πυροβολείτε τον πιανίστα! : μην κατηγορείτε κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυροβολάω - πυροβολώ | πυροβολούσα | θα πυροβολάω - πυροβολώ | να πυροβολάω - πυροβολώ | πυροβολώντας | |
| β' ενικ. | πυροβολάς - πυροβολείς | πυροβολούσες | θα πυροβολάς - πυροβολείς | να πυροβολάς - πυροβολείς | πυροβόλα - πυροβόλαγε | |
| γ' ενικ. | πυροβολάει - πυροβολά - πυροβολεί | πυροβολούσε | θα πυροβολάει - πυροβολά - πυροβολεί | να πυροβολάει - πυροβολά - πυροβολεί | ||
| α' πληθ. | πυροβολάμε - πυροβολούμε | πυροβολούσαμε | θα πυροβολάμε - πυροβολούμε | να πυροβολάμε - πυροβολούμε | ||
| β' πληθ. | πυροβολάτε - πυροβολείτε | πυροβολούσατε | θα πυροβολάτε - πυροβολείτε | να πυροβολάτε - πυροβολείτε | πυροβολάτε - πυροβολείτε | |
| γ' πληθ. | πυροβολάν(ε) - πυροβολούν(ε) | πυροβολούσαν | θα πυροβολάν(ε) - πυροβολούν(ε) | να πυροβολάν(ε) - πυροβολούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυροβόλησα | θα πυροβολήσω | να πυροβολήσω | πυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | πυροβόλησες | θα πυροβολήσεις | να πυροβολήσεις | πυροβόλα - πυροβόλησε | ||
| γ' ενικ. | πυροβόλησε | θα πυροβολήσει | να πυροβολήσει | |||
| α' πληθ. | πυροβολήσαμε | θα πυροβολήσουμε | να πυροβολήσουμε | |||
| β' πληθ. | πυροβολήσατε | θα πυροβολήσετε | να πυροβολήσετε | πυροβολήστε | ||
| γ' πληθ. | πυροβόλησαν πυροβολήσαν(ε) |
θα πυροβολήσουν(ε) | να πυροβολήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυροβολήσει | είχα πυροβολήσει | θα έχω πυροβολήσει | να έχω πυροβολήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυροβολήσει | είχες πυροβολήσει | θα έχεις πυροβολήσει | να έχεις πυροβολήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυροβολήσει | είχε πυροβολήσει | θα έχει πυροβολήσει | να έχει πυροβολήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυροβολήσει | είχαμε πυροβολήσει | θα έχουμε πυροβολήσει | να έχουμε πυροβολήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυροβολήσει | είχατε πυροβολήσει | θα έχετε πυροβολήσει | να έχετε πυροβολήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυροβολήσει | είχαν πυροβολήσει | θα έχουν πυροβολήσει | να έχουν πυροβολήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυροβολούμαι | πυροβολούμουν | θα πυροβολούμαι | να πυροβολούμαι | πυροβολούμενος | |
| β' ενικ. | πυροβολείσαι | πυροβολούσουν | θα πυροβολείσαι | να πυροβολείσαι | ||
| γ' ενικ. | πυροβολείται | πυροβολούνταν | θα πυροβολείται | να πυροβολείται | ||
| α' πληθ. | πυροβολούμαστε | πυροβολούμασταν πυροβολούμαστε |
θα πυροβολούμαστε | να πυροβολούμαστε | ||
| β' πληθ. | πυροβολείστε | πυροβολούσασταν πυροβολούσαστε |
θα πυροβολείστε | να πυροβολείστε | πυροβολείστε | |
| γ' πληθ. | πυροβολούνται | πυροβολούνταν | θα πυροβολούνται | να πυροβολούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυροβολήθηκα | θα πυροβοληθώ | να πυροβοληθώ | πυροβοληθεί | ||
| β' ενικ. | πυροβολήθηκες | θα πυροβοληθείς | να πυροβοληθείς | πυροβολήσου | ||
| γ' ενικ. | πυροβολήθηκε | θα πυροβοληθεί | να πυροβοληθεί | |||
| α' πληθ. | πυροβοληθήκαμε | θα πυροβοληθούμε | να πυροβοληθούμε | |||
| β' πληθ. | πυροβοληθήκατε | θα πυροβοληθείτε | να πυροβοληθείτε | πυροβοληθείτε | ||
| γ' πληθ. | πυροβολήθηκαν πυροβοληθήκαν(ε) |
θα πυροβοληθούν(ε) | να πυροβοληθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πυροβοληθεί | είχα πυροβοληθεί | θα έχω πυροβοληθεί | να έχω πυροβοληθεί | πυροβολημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πυροβοληθεί | είχες πυροβοληθεί | θα έχεις πυροβοληθεί | να έχεις πυροβοληθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πυροβοληθεί | είχε πυροβοληθεί | θα έχει πυροβοληθεί | να έχει πυροβοληθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυροβοληθεί | είχαμε πυροβοληθεί | θα έχουμε πυροβοληθεί | να έχουμε πυροβοληθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πυροβοληθεί | είχατε πυροβοληθεί | θα έχετε πυροβοληθεί | να έχετε πυροβοληθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυροβοληθεί | είχαν πυροβοληθεί | θα έχουν πυροβοληθεί | να έχουν πυροβοληθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πυροβολημένος - είμαστε, είστε, είναι πυροβολημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πυροβολημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πυροβολημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πυροβολημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πυροβολημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πυροβολημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πυροβολημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.