πυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυρηνικός | η | πυρηνική | το | πυρηνικό |
| γενική | του | πυρηνικού | της | πυρηνικής | του | πυρηνικού |
| αιτιατική | τον | πυρηνικό | την | πυρηνική | το | πυρηνικό |
| κλητική | πυρηνικέ | πυρηνική | πυρηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυρηνικοί | οι | πυρηνικές | τα | πυρηνικά |
| γενική | των | πυρηνικών | των | πυρηνικών | των | πυρηνικών |
| αιτιατική | τους | πυρηνικούς | τις | πυρηνικές | τα | πυρηνικά |
| κλητική | πυρηνικοί | πυρηνικές | πυρηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πυρηνικός < πυρήν(ας) + -ικός μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nucléaire ή από την αγγλική nuclear
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾi.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρη‐νι‐κός
Επίθετο
πυρηνικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αναφέρεται στον πυρήνα
- (φυσική) που έχει σχέση με τη πυρηνική ενέργεια
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη πυρήνας
Πολυλεκτικοί όροι
- πυρηνική αντίδραση
- πυρηνική ενέργεια
- πυρηνική οικογένεια
- πυρηνική σύντηξη
- πυρηνική σχάση
- πυρηνική φυσική
- πυρηνικός ιατρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.