μονοπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονοπυρηνικός | η | μονοπυρηνική | το | μονοπυρηνικό |
| γενική | του | μονοπυρηνικού | της | μονοπυρηνικής | του | μονοπυρηνικού |
| αιτιατική | τον | μονοπυρηνικό | τη | μονοπυρηνική | το | μονοπυρηνικό |
| κλητική | μονοπυρηνικέ | μονοπυρηνική | μονοπυρηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονοπυρηνικοί | οι | μονοπυρηνικές | τα | μονοπυρηνικά |
| γενική | των | μονοπυρηνικών | των | μονοπυρηνικών | των | μονοπυρηνικών |
| αιτιατική | τους | μονοπυρηνικούς | τις | μονοπυρηνικές | τα | μονοπυρηνικά |
| κλητική | μονοπυρηνικοί | μονοπυρηνικές | μονοπυρηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μονοπυρηνικός, -ή, -ό
- (βιολογία) αυτός που φέρει ένα μόνο πυρήνα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μονοπυρηνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.