πυρακτώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πυρακτώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρακτόω / πυρακτῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική πῦρ + ἄγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.ɾaˈkto.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρα‐κτώ‐νω
Ρήμα
πυρακτώνω (παθητική φωνή: πυρακτώνομαι)
- υπερθερμαίνω κάτι έως ότου γίνεται πια διάπυρο, να κοκκινίζει και να λάμπει
- (μεταφορικά) κάνω κάτι πολύ ζεστό, να καίει όταν το αγγίζει κάποιος
- πυρακτώ[1]
Συγγενικά
- απυράκτωτος
- καταπυράκτωση
- πυράκτωμα
- πυράκτωση
- πυρακτώνομαι
- πυρακτωμένος
- → δείτε τις λέξεις πυρ και άγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πυρακτώνω | πυράκτωνα | θα πυρακτώνω | να πυρακτώνω | πυρακτώνοντας | |
| β' ενικ. | πυρακτώνεις | πυράκτωνες | θα πυρακτώνεις | να πυρακτώνεις | πυράκτωνε | |
| γ' ενικ. | πυρακτώνει | πυράκτωνε | θα πυρακτώνει | να πυρακτώνει | ||
| α' πληθ. | πυρακτώνουμε | πυρακτώναμε | θα πυρακτώνουμε | να πυρακτώνουμε | ||
| β' πληθ. | πυρακτώνετε | πυρακτώνατε | θα πυρακτώνετε | να πυρακτώνετε | πυρακτώνετε | |
| γ' πληθ. | πυρακτώνουν(ε) | πυράκτωναν πυρακτώναν(ε) |
θα πυρακτώνουν(ε) | να πυρακτώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πυράκτωσα | θα πυρακτώσω | να πυρακτώσω | πυρακτώσει | ||
| β' ενικ. | πυράκτωσες | θα πυρακτώσεις | να πυρακτώσεις | πυράκτωσε | ||
| γ' ενικ. | πυράκτωσε | θα πυρακτώσει | να πυρακτώσει | |||
| α' πληθ. | πυρακτώσαμε | θα πυρακτώσουμε | να πυρακτώσουμε | |||
| β' πληθ. | πυρακτώσατε | θα πυρακτώσετε | να πυρακτώσετε | πυρακτώστε | ||
| γ' πληθ. | πυράκτωσαν πυρακτώσαν(ε) |
θα πυρακτώσουν(ε) | να πυρακτώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πυρακτώσει | είχα πυρακτώσει | θα έχω πυρακτώσει | να έχω πυρακτώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πυρακτώσει | είχες πυρακτώσει | θα έχεις πυρακτώσει | να έχεις πυρακτώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πυρακτώσει | είχε πυρακτώσει | θα έχει πυρακτώσει | να έχει πυρακτώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πυρακτώσει | είχαμε πυρακτώσει | θα έχουμε πυρακτώσει | να έχουμε πυρακτώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πυρακτώσει | είχατε πυρακτώσει | θα έχετε πυρακτώσει | να έχετε πυρακτώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πυρακτώσει | είχαν πυρακτώσει | θα έχουν πυρακτώσει | να έχουν πυρακτώσει |
| |
Μεταφράσεις
πυρακτώνω
|
|
- πυρακτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.