πυρακτώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πυρακτώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πυρακτόω / πυρακτῶ + -ώνω < αρχαία ελληνική πῦρ + ἄγω

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ɾaˈkto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυρακτώνω

Ρήμα

πυρακτώνω (παθητική φωνή: πυρακτώνομαι)

  1. υπερθερμαίνω κάτι έως ότου γίνεται πια διάπυρο, να κοκκινίζει και να λάμπει
  2. (μεταφορικά) κάνω κάτι πολύ ζεστό, να καίει όταν το αγγίζει κάποιος

  • πυρακτώ[1]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. πυρακτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.