πυράκτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυράκτωση οι πυρακτώσεις
      γενική της πυράκτωσης* των πυρακτώσεων
    αιτιατική την πυράκτωση τις πυρακτώσεις
     κλητική πυράκτωση πυρακτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πυρακτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυράκτωση < ελληνιστική κοινή πυράκτωσις[1] [2] [3] < πυρακτόω / πυρακτῶ < αρχαία ελληνική πῦρ + ἄγω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική incandescence[1])

Ουσιαστικό

πυράκτωση θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. πυράκτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πυράκτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. πυράκτωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.