πυράκτωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυράκτωσῐς αἱ πυρακτώσεις
      γενική τῆς πυρακτώσεως τῶν πυρακτώσεων
      δοτική τῇ πυρακτώσει ταῖς πυρακτώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πυράκτωσῐν τὰς πυρακτώσεις
     κλητική ! πυράκτωσῐ πυρακτώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρακτώσει
γεν-δοτ τοῖν  πυρακτωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυράκτωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πυράκτωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.